- ἀκριτόφυλλον
- ἀκριτόφυλλοςof undistinguishablemasc/fem acc sgἀκριτόφυλλοςof undistinguishableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριτόφυλλος — ἀκριτόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος «ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + φυλλος < φύλλον] … Dictionary of Greek